παμπάμων
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, possessing all, Hsch. (cj. for Πάμπανον).
German (Pape)
[Seite 454] ον, allbesitzend.
Greek (Liddell-Scott)
παμπάμων: [ᾱ], -ον, ὁ τὰ πάντα κεκτημένος, τῶν πάντων κύριος, Ἡσύχ.· ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ. σ. 209.
Greek Monolingual
παμπάμων, -ον (Α)
αυτός που κατέχει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. πολυπάμων].