παράλοιπος
English (LSJ)
ον, A remaining besides, Arist.APo.93b13.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
παράλοιπος: -ον, ὁ παραλειφθείς, ὑπόλοιπος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 7.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
παράλοιπος: остающийся, остальной Arst.