παράλοιπος
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
παράλοιπον, remaining besides, Arist.APo.93b13.
German (Pape)
[Seite 488] wie λοιπός, übrig, Arist. anal. post. 2, 8, zw.
Russian (Dvoretsky)
παράλοιπος: остающийся, остальной Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παράλοιπος: -ον, ὁ παραλειφθείς, ὑπόλοιπος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 7.