παρακίνησις

Revision as of 15:07, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A disturbance, Phld.Rh.2.5 S.    II gloss on παρακελευσμός, Sch. Th.4.11.

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, Anregung, Anreizung; bei Schol. Thuc. 4, 11 Erkl. von παρακελευσμός; Verrenkung, Verrückung (?).

Greek (Liddell-Scott)

παρακίνησις: ἡ, παρόρμησις, προτροπή, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 11, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. παρακελευσμός. 2) ἐξέγερσις, τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῖλαι Γ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρον. 19Β.