disturbance
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English > Greek (Woodhouse)
substantive
confusion: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
distress, alarm: P. and V. ἔκπληξις, ἡ. P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό, ἀνακίνησις, ἡ.
political disturbance: P. νεωτερισμός, ὁ, κίνησις, ἡ.
make a disturbance, v.: Ar. and P. θορυβεῖν.
create disturbances (politically): P. παρακινεῖν, νεωτερίζειν, νεώτερόν τι πρασσειν.