παρακοιμητής

Revision as of 15:11, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A guard, ib.

German (Pape)

[Seite 484] ὁ, der Daneben- oder Dabeischlafende, Beischläfer; auch παρακοιμιστής, Paul. Aeg.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακοιμώμαι
άτομο που κοιμάται δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τον φυλάει από τυχόν κινδύνους.