παρακίω

Revision as of 15:14, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ],    A pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).

German (Pape)

[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.

Greek (Liddell-Scott)

παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

Α
περνώ μπροστά ή κοντά από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κίω «πορεύομαι, βαδίζω»].

Greek Monotonic

παρακίω: [ῐ], περνώ από κοντά, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρακίω: проходить мимо: παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης Hom. какой-л. мимо идущий путник.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κίω voorbijgaan.

Middle Liddell

to pass by, τινά Il.