παραπύημα

Revision as of 15:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
εμπύηση, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. παραπυῶ / -έω (πρβλ. αποπύημα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπύημα -ατος, τό [παρά, πύον] etter.