πεπληρωμένως
English (LSJ)
Adv., (πληρόω) A gloss on νουβυστικῶς, Sch.Ar.V. 1285 ; = Lat. plene, Dosith.p.409K., Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πεπληρωμένως: Ἐπίρρ., ἀφθόνως, «γεμᾶτα», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1285.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με αφθονία
2. με πληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπληρωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πληρῶ].