πεντάλιτρος

Revision as of 15:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A weighing five λῖτραι or pounds, Id.4.173.

German (Pape)

[Seite 556] fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάλιτρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε λιτρῶν, Πολυδ. Δ΄, 173.

Greek Monolingual

και πεντέλιτρος -ον, Α
1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον
βάρος πέντε λιτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- πέντε- + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά-λιτρος].