πεντάλιτρος
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
πεντάλιτρον, weighing five λῖτραι or pounds, Id.4.173.
German (Pape)
[Seite 556] fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάλιτρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε λιτρῶν, Πολυδ. Δ΄, 173.
Greek Monolingual
και πεντέλιτρος -ον, Α
1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον
βάρος πέντε λιτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- πέντε- + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκάλιτρος].