περιιάλλω

Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A put around, περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα Il.15.19.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἰάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ιάλλω omheen werpen, met acc. en dat.: περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα om jouw armen bracht ik een band aan Il. 15.19 (in tmesis).