περιδίνησις

Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A whirling round, rotation, revolution, ἀέρος Plu. Flam.10, cf. Plot.2.2.1, Theol.Ar.60; τροχοῦ Arr.Tact.38.3, Philostr. Jun.Im.10; τρυπάνου Heliod. ap. Orib.46.11.12.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumdrehen im Kreise; Plut. plac. phil. 2, 13, öfter; Schol. Ap. Rh. 4, 444 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδίνησις: -εως, ἡ, περιστροφή, Πλουτ. Φλαμιν. 10, ὁ αὐτ. 2, 888D, Φιλόστρ. 880, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
tournoiement.
Étymologie: περιδινέω.

Greek Monotonic

περιδίνησις: -εως, ἡ, περιστροφή ολόγυρα, στροβιλισμός, περιδίνηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

περιδίνησις: εως (δῑ) ἡ кружение, вращение (κύκλῳ Plut.).

Middle Liddell

περιδίνησις, εως, [from περιδινέω
a whirling round, Plat.