περιδίνητος

Revision as of 16:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A revolving, ἄξων PMag.Par.1.680.

German (Pape)

[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumgedreht, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α περιδινώ
αυτός που στρέφεται, που στροβιλίζεται σαν δίνηπεριδίνητος ἄξων», πάπ.).