περιστερός

Revision as of 16:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A v. περιστερά.

German (Pape)

[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.

Spanish

palomo

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρ-ος)].

Russian (Dvoretsky)

περιστερός: ὁ голубь-самец Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.