πλησίφωτος

Revision as of 17:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = πλησίφως, Plot.2.3.5.

German (Pape)

[Seite 635] = Vorigem, Nicet.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πλησιφαής, πλησίφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + -φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί-φωτος, ληξί- φωτος].