πλεύνως

Revision as of 17:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv. Ion. for πλεόνως, (πλέων)    A too much, Hdt.5.18 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 631] adv., ion. st. πλεόνως, zu sehr, Her. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πλεύνως: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ πλεόνως, (πλέον) παρὰ πολύ, Ἡρόδ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πλεόνως.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ιων. τ. βλ. πλείων.

Greek Monotonic

πλεύνως: επίρρ. Ιων., αντί πλεόνως (πλέων), σε Ηρόδ.