A v. πλευμονίς.
[Seite 640] ίδος, ἡ, att. πλευμ., = πνευμονία.
πνευμονίς: -ίδος, ἡ, περιπνευμονία, Ἱππ. 533. 16.
και πλευμονίς,-ίδος, ἡ, Αη περιπνευμονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων/πλεύμων, -ονος + επίθημα -ίς, -ίδος].