πνευμονία
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
v. πλευμονία.
German (Pape)
[Seite 640] ἡ, att. für πλευμονία, Lungensucht, Plut. qu. nat. 26 u. Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pneumonie, maladie du poumon.
Étymologie: πνεύμων.
Russian (Dvoretsky)
πνευμονία: ἡ легочная болезнь Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμονία: ἡ, περιπνευμονία, Πλούτ. 2, 918D.
Greek Monolingual
η / πλευμονία, ΝΜΑ, και πλεμονία Ν πνεύμων / πλεύμων, -ονος]
ιατρ.
1. φλεγμονή και πύκνωση του πνευμονικού ιστού ως αποτέλεσμα λοιμώξεως, εισπνοής ξένων σωματιδίων ή επιδράσεως ακτινοβολίας
2. (κτην.) τυχαία παρασιτική ιογενής ή βακτηριακή φλεγμονή τών πνευμόνων ενός ζώου (α. «ενζωοτική πνευμονία του χοίρου» — μεταδοτική νόσος που προκαλείται από το είδος Mycoplasma hyopneumoniae
β. «ιογενής πνευμονία του μοσχαριού» — πολύ μεταδοτική ζωονόσος που προκαλείται από ιούς,της οποίας όμως η σοβαρότητα εξαρτάται από τα βακτήρια της δευτερογενούς μόλυνσης).