πνευμονία
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
v. πλευμονία.
German (Pape)
[Seite 640] ἡ, att. für πλευμονία, Lungensucht, Plut. qu. nat. 26 u. Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pneumonie, maladie du poumon.
Étymologie: πνεύμων.
Russian (Dvoretsky)
πνευμονία: ἡ легочная болезнь Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμονία: ἡ, περιπνευμονία, Πλούτ. 2, 918D.
Greek Monolingual
η / πλευμονία, ΝΜΑ, και πλεμονία Ν πνεύμων / πλεύμων, -ονος]
ιατρ.
1. φλεγμονή και πύκνωση του πνευμονικού ιστού ως αποτέλεσμα λοιμώξεως, εισπνοής ξένων σωματιδίων ή επιδράσεως ακτινοβολίας
2. (κτην.) τυχαία παρασιτική ιογενής ή βακτηριακή φλεγμονή τών πνευμόνων ενός ζώου (α. «ενζωοτική πνευμονία του χοίρου» — μεταδοτική νόσος που προκαλείται από το είδος Mycoplasma hyopneumoniae
β. «ιογενής πνευμονία του μοσχαριού» — πολύ μεταδοτική ζωονόσος που προκαλείται από ιούς,της οποίας όμως η σοβαρότητα εξαρτάται από τα βακτήρια της δευτερογενούς μόλυνσης).