περιπνευμονία
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
peripneumonia, inflammation of the lungs. περιπνευμονιάω, περιπνευμονικός, v. περιπλευμονία.
German (Pape)
[Seite 588] ἡ, wie περιπλευμονία, Lungenentzündung, Luc. cont. 17; von πλευρῖτις unterschieden, S. Emp. adv. eth. 136.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) péripneumonie, inflammation des poumons.
Étymologie: περί, πνεύμων.
Greek Monolingual
και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α
λοίμωξη τών πνευμόνων
νεοελλ.
1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία της πνευμονίας
2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων
3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών»
(κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων τών βοοειδών η οποία οφείλεται σε ποικιλία ενός μυκοπλάσματος και που αρχίζει με φλεγμονή τών βρόγχων και τών φατνίων και ακολουθείται από οξεία φλεγμονή του υπεζωκότα
β) «μολυσματική πνευμονία τών αιγών» — φλεγμονή τών πνευμόνων τών κατσικιών που οφείλεται σε ανάλογο μικρόβιο, έχει παρόμοια συμπτώματα και προκαλεί μεγάλη θνησιμότητα που φθάνει τα 50%.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πνευμονία / πλευμονία (< πνεύμων / πλεύμων, βλ. λ. πνεύμων). Ο νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. péripneumonie.
Greek Monotonic
περιπνευμονία: βλ. περιπλευμονία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπνευμονία -ας, ἡ, ook περιπλευμονία [περί, πνεύμων] longontsteking.