πολυαίματος

Revision as of 17:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A full of blood, Emp.150, Ath.7.301f.

German (Pape)

[Seite 659] vollblütig; ἧπαρ, Empedocl. bei Plut. Symp. 5, 8, 2; θύννος, Ath. VII, 301 f, v. l. πολυκύματος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαίμᾰτος: -ον, πλήρης αἵματος, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 683Ε, Ἀθήν. 301F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de sang, sanguin.
Étymologie: πολύς, αἷμα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυαίματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αἷμα, -ατος (πρβλ. αν-αίματος, φιλ-αίματος)].

Russian (Dvoretsky)

πολυαίμᾰτος: многокровный, богатый кровью (ἧπαρ Emped. ap. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυαίματος -ον [πολύς, αἷμα] rijk aan bloed.