πολυτροφία

Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A excess of nourishment, Thphr.CP6.16.4, Aret.CA1.2.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτροφία: ἡ, ὑπερβολὴ τροφῆς, ὑπερτροφία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 4, Κλήμ. Ἀλ. 176.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύτροφος
υπερβολική λήψη τροφής, υπερσιτισμός.