πολύτροφος
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
πολύτροφον,
A well-fed, plump, Thphr.CP4.3.5, Plu.Lyc.17, Ptol.Tetr.163.
II parox. πολυτρόφος, ον, Act., supplying food, Δάματερ π. Call.Cer.2; (γαῖα) Mém. Miss.Arch.Perse20.90 (Susa, Hymn to Apollo).
2 nutritious, τυρός Dsc.2.71, cf. Anon.Lond.31.9 (Comp.), Xenocr. ap. Orib.2.58.19, Gal.6.261.
German (Pape)
[Seite 675] sehr od. stark genährt, fett, gemästet; Theophr.; Plut. Lyc. 17; – mit verändertem Tone πολυτρόφος, sehr nährend, nahrhaft, z. B. οἶνος, Ath. VI, 298 c, öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien nourri, gras.
Étymologie: πολύς, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύτροφος -ον [πολύς, τρέφω] vetgemest.
Russian (Dvoretsky)
πολύτροφος:
1 упитанный, полный (ἕξις Plut.);
2 питательный (σιτία Plut.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(με παθ. σημ.) πολύ θρεμμένος, παχύς, εύσαρκος («αἱ δὲ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι διὰ βάρος ἀντιβαίνουσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. υγρό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
πολύτροφος: -ον (τρέφω), καλά θρεμμένος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτροφος: -ον, ὁ πολὺ τεθραμμένος, παχύς, εὔσαρκος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17, κτλ. ΙΙ. παροξύτ. πολυτρόφος, ον, ἐνεργ., ὁ παρέχων τροφὴν πολλήν, ἄφθονον, Δάματερ π. Καλλ. εἰς Δήμ. 2· ― ὁ πολὺ τρέφων, θρεπτικός, τυρός, κτλ., Διοσκ. 2. 80, κτλ.