υπερσιτισμός

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

ο, Ν υπερσιτίζω
1. ιατρ. συνεχής λήψη ποσότητας τροφής πέρα από τις ανάγκες του ατόμου οι οποίες καθορίζονται από την ηλικία, το φύλο, την εργασία και την κατάσταση της υγείας του
2. (ζωοτεχν.) παροχή σε ένα ζώο περισσότερης τροφής από όσην απαιτούν οι κανόνες της δίαιτάς του για την κάλυψη τών αναγκών του, παροχή που, ιδίως σχετικά με κατοικίδια ζώα, αποσκοπεί είτε στην αποκατάσταση ή στην αύξηση του αποθέματος λίπους στο ζώο είτε στην υποκίνηση ορισμένων λειτουργιών.