πολύρροδος

Revision as of 18:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].

Greek Monotonic

πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολύρροδος: обильно поросший розами (λειμών Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρροδος -ον [πολύς, ῥόδον] rijk aan rozen.

Middle Liddell

πολύρ-ροδος, ον, ῥόδον
abounding in roses, Ar.

English (Woodhouse)

full of roses