πραΰνοος

Revision as of 18:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. πρηΰ-, ον,    A of gentle mind, Orph.H. 69.13; κραδίη AP7.592, etc.; with v. l. πρηΰνομος, ib.9.769 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 696] sanftmüthig, s. die ion. poet. Form πρηΰνοος.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱΰνοος: Ἰων. πρηΰ-, [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πρᾶον νοῦν, διάθεσιν πραεῖαν, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 13, Ἀνθ. Π. 7. 592, κτλ.· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 769, μετὰ διαφ. γραφῆς πρηΰνομος.

Greek Monotonic

πρᾱΰνοος: Ιων. πρηύ-, [ῠ], -ον, αυτός που έχει ήρεμο νου, ήσυχη σκέψη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱΰνοος: ион. πρηΰνοος 2 кроткий, мягкосердечный Anth.