ον, A of gentle mind, LXX Pr.14.30.
[Seite 696] sanftes Sinnes, erst Sp.
-ον, Απράος, ήμερος στην καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ-θυμος)].