πραΰθυμος

Revision as of 18:22, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of gentle mind, LXX Pr.14.30.

German (Pape)

[Seite 696] sanftes Sinnes, erst Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α
πράος, ήμερος στην καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ-θυμος)].