προαπολαμβάνω
English (LSJ)
A receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.
Greek Monolingual
Α
απολαμβάνω εκ τών προτέρων.
A receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).
προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.
Α
απολαμβάνω εκ τών προτέρων.