προαπολαμβάνω

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).

German (Pape)

[Seite 708] (s. λαμβάνω), vorher wegnehmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.

Greek Monolingual

Α
απολαμβάνω εκ τών προτέρων.