προεκμάττω
English (LSJ)
A wipe out first, Gal.12.409, 13.665.
Greek Monolingual
Α
απομάσσω, καθαρίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκμάττω «σκουπίζω, καθαρίζω»].
A wipe out first, Gal.12.409, 13.665.
Α
απομάσσω, καθαρίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκμάττω «σκουπίζω, καθαρίζω»].