απομάσσω
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
ἀπομάσσω (AM) μάσσω
Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι
2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας
3. παίρνω αποτύπωμα
II. (-ομαι)
1. αφαιρώ, αποβάλλω
2. σκουπίζω τα χέρια μου με την ψίχα ψωμιού
3. σχηματίζω εντύπωση, παίρνω για πρότυπο, ξεσηκώνω, μιμούμαι.