προστῷον

Revision as of 19:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.377), τό,    A portico, Pl.Prt. 314e, 315c, IG22.1675.3, 1680.1, Plu.2.838d, etc.; written πρόστοον in IGRom.3.690.8 (Aperlae, i A.D.).—As Adj., τόποι πρόστωοι Sch. Il.20.11.

Greek (Liddell-Scott)

προστῷον: (οὐχὶ πρόστῳον, Ἀρκάδ. 120. 10), τό, τὸ πρὸ τῆς στοᾶς μέρος οἰκοδομήματος, Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, 315C, Πλούτ. 2. 838D, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε πρόστοον, ὡς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4300w. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 495. - Ὡς ἐπίθ., ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 11. - Καθ’ Ἡσύχ.: - «προστῴῳ· κοιτῶνι».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
portique placé devant un édifice.
Étymologie: πρό, στοά.

Greek Monotonic

προστῷον: τό (στοά), πρόναος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προστῷον: τό колоннада перед домом, портик Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-στῷον -ου, τό [πρό, στοά] voorhal.

Middle Liddell

προ-στῷον, ου, τό, στοά
a portico, Plat.