προτελευτή

Revision as of 19:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A earlier death, Vett. Val.101.2, Paul.Al.M.4.

Greek (Liddell-Scott)

προτελευτή: ἡ, πρότερος θάνατος, Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. σ. 48.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πρότερος θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < προτελευτῶ «πεθαίνω πρωτύτερα»].