ἡ, A earlier death, Vett. Val.101.2, Paul.Al.M.4.
προτελευτή: ἡ, πρότερος θάνατος, Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. σ. 48.
ἡ, Απρότερος θάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < προτελευτῶ «πεθαίνω πρωτύτερα»].