πρόσκτητος

Revision as of 21:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A acquired, opp. inherited, ἀρχή Hdn.1.5.5.

German (Pape)

[Seite 771] noch dazu erworben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκτητος: -ον, ὁ προσέτι κτηθείς, Ἡρῳδιαν. 1. 5, 13.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ προσκτῶμαι
αυτός που αποκτήθηκε επί πλέον ή μετέπειτα, επίκτητος.