πρόσκρανον

Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. ποτίκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκρᾱνον: ἴδε ποτίκρανον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ποτίκρανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κρανον (< κράνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ποτί-κρανον].

Greek Monotonic

πρόσκρᾱνον: βλ. ποτί-κρανον.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκρᾱνον: дор. ποτίκρᾱνον τό подушка Theocr.

Middle Liddell

v. ποτί-κρανον