πυρίαμα
English (LSJ)
Ion. πυρί-ημα, ατος, τό,= A πυρία 1.2, Hp.Flat.9, Philist.63, Arist.Pr.866a24; = πυρία 1.1, Palaeph. 43.
German (Pape)
[Seite 821] τό, trockenes Schwitzbad; Arist. probl. 1, 55; Philist. bei Poll. 7, 168.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίᾱμα: τό, = πυρία, Ἱππ. 298. 48, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, Φιλόστρ. 63.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α πυριῶ
νεοελλ.
ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά.
αρχ.
ατμόλουτρο, πυρία.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίᾱμα: ατος τό горячий компресс, припарка Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres.