πυρίβιος

Revision as of 21:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A living in fire, ζῷα D.L.9.79.

German (Pape)

[Seite 822] im Feuer lebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβιος: [ῐ], -ον, ὁ ἐν πυρὶ βιῶν, ζῷα Διογ. Λ. 9. 79· ἐν Γλωσσ. πυρόβ-. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῦρ πίπτοντα ζῳύφια».

Greek Monolingual

και πυρόβιος, -ον, Α
1. αυτός που ζει μέσα στη φωτιά ή κοντά στη φωτιά («πυρίβια ζῷα», Διογ. Λαέρ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρίβια, τὰ εἰς τὸ πῡρ πίπτοντα ζῳΰφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι-/ πυρο- (βλ. λ. πυρ) + βίος (πρβλ. νυκτί-βίος, ορεσί-βιος)].

Russian (Dvoretsky)

πῠρίβιος: (ρῐ) живущий в огне (ζῷα Diog. L.).