πόθικες

Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι)    A relatives, kinsmen, τοὶ'ς ἄσιστα π. IG 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

πόθικες: (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ λέξις ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε ποθίκων, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

οἱ, Α ποθίκω
(δωρ. τ.) οι προσήκοντες.