πόθικες

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόθικες Medium diacritics: πόθικες Low diacritics: πόθικες Capitals: ΠΟΘΙΚΕΣ
Transliteration A: póthikes Transliteration B: pothikes Transliteration C: pothikes Beta Code: po/qikes

English (LSJ)

οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι) relatives, kinsmen, τοὶ'ς ἄσιστα π. IG 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

πόθικες: (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ λέξις ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε ποθίκων, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

οἱ, Α ποθίκω
(δωρ. τ.) οι προσήκοντες.