σκίμπων

Revision as of 22:13, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. σκίπων.

German (Pape)

[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
βλ. σκίπων.

Russian (Dvoretsky)

σκίμπων: ωνος ὁ Eur., Plut. v. l. = σκίπων.