σκαμβόπους

Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,    A bow-legged, Ps.-Archyt. ap. Simp. in Cat.396.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβόπους: ουν, ὁ ἔχων σκαμβούς, στραβοὺς πόδας, Θ. Λάσκαρ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 73 r0.

Greek Monolingual

-ουν, ΜΑ
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ-πους].