σκωλοβατίζω

Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A walk on stilts, Epich.112; cf. ἀσκωλιάζω.

German (Pape)

[Seite 909] = ἀσκωλιάζω, Epicharm. im E. M 155, 39.

Greek (Liddell-Scott)

σκωλοβᾰτίζω: βαδίζω ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ πούς, περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. ἀσκωλιάζω.

French (Bailly abrégé)

marcher avec des échasses.
Étymologie: σκῶλος, βαίνω.

Greek Monolingual

Α
βαδίζω με ξυλοπόδαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶλος «πάσσαλος, παλούκι» + -βατίζω (< -βάτης < βαίνω)].