σκωλοβατίζω

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωλοβᾰτίζω Medium diacritics: σκωλοβατίζω Low diacritics: σκωλοβατίζω Capitals: ΣΚΩΛΟΒΑΤΙΖΩ
Transliteration A: skōlobatízō Transliteration B: skōlobatizō Transliteration C: skolovatizo Beta Code: skwlobati/zw

English (LSJ)

walk on stilts, Epich.112; cf. ἀσκωλιάζω.

German (Pape)

[Seite 909] = ἀσκωλιάζω, Epicharm. im E. M 155, 39.

French (Bailly abrégé)

marcher avec des échasses.
Étymologie: σκῶλος, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σκωλοβᾰτίζω: βαδίζω ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ πούς, περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. ἀσκωλιάζω.

Greek Monolingual

Α
βαδίζω με ξυλοπόδαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶλος «πάσσαλος, παλούκι» + -βατίζω (< -βάτης < βαίνω)].