σμηματοδοκίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A box of unguents, Hsch.s.v. ῥύμμα.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + -δοκίς (< -δοκος < δέχομαι)].
ίδος, ἡ, A box of unguents, Hsch.s.v. ῥύμμα.
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + -δοκίς (< -δοκος < δέχομαι)].