σπέκλον

Revision as of 22:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,= Lat.    A speculum, mirror, Alex.Aphr. in Sens.29.7.    2 = Lat. lapis specularis, i.e. mica or talc, Hippiatr.70,130, 150: hence σπεκλοποιός, ὁ, specularius, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σπέκλον: τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ ἐντεῦθεν σπεκλο-ποιός, ὁ, specularius, Γλωσσ.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και σφέκλον Α
μσν.
παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο
αρχ.
1. καθρεφτάκι
2. είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»].