σπέκλον
English (LSJ)
τό,= Lat. A speculum, mirror, Alex.Aphr. in Sens.29.7. 2 = Lat. lapis specularis, i.e. mica or talc, Hippiatr.70,130, 150: hence σπεκλοποιός, ὁ, specularius, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σπέκλον: τό, = τῷ Λατ. speculum, καθρέπτης, Ζωναρ.˙ ἐντεῦθεν σπεκλο-ποιός, ὁ, specularius, Γλωσσ.
Greek Monolingual
το, ΜΑ, και σφέκλον Α
μσν.
παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο
αρχ.
1. καθρεφτάκι
2. είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»].