σταχυοστέφανος

Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne d’épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.

Greek Monotonic

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).

Middle Liddell

στᾰχυο-στέφᾰνος, ον,
crowned with ears of corn, Anth.