στεμφυλίας

Revision as of 22:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

with or without οἶνος,= στεμφυλίτης, PCair.Zen. 737.2, al. (iii B.C.), Hsch.    A s.v. λάκυρος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίας (πρβλ. τρυγ-ίας)].