Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Full diacritics: στεμφῠλίας | Medium diacritics: στεμφυλίας | Low diacritics: στεμφυλίας | Capitals: ΣΤΕΜΦΥΛΙΑΣ |
Transliteration A: stemphylías | Transliteration B: stemphylias | Transliteration C: stemfylias | Beta Code: stemfuli/as |
with or without οἶνος, = στεμφυλίτης, PCair.Zen. 737.2, al. (iii B.C.), Hsch. s.v. λάκυρος.
ὁ, Α
(συν. σε συνεκφορά με το οίνος) ο στεμφυλίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίας (πρβλ. τρυγίας)].