σταλίς

Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= foreg., Hsch.;    A f.l. for σχαλίς in X.Cyn.2.8.

German (Pape)

[Seite 929] ίδος, ἡ, dor. στάλιξ, alles Aufgestellte, Aufgerichtete, bes. Stellholz, Stange, v. l. bei Xen. Cyn. 2, 8. 6, 7. Bei Leon. Al. 20 (VI, 325) scheinen es Jagdnetze zu sein. Vgl. noch Opp. Cyn. 1, 150. 157; ὑπὸ σταλίκεσσιν ἄκανθαι, Hal. 4, 606, von dornigen Flossen. ίδος, ἡ, dor. statt στηλίς.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλίς: -ίδος, ἡ, = στάλιξ. «κάμαξχάραξ» Ἡσύχ., διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. ἐν Κυν. 2. 8., 6. 7, ἀντὶ σχαλίς.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάμαξχάραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του στάλ-ιξ με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κλῃ-ίς / κλείς)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰλίς: ίδος ἡ Xen. v. l., Anth. = στάλιξ.