στηλίς

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλίς Medium diacritics: στηλίς Low diacritics: στηλίς Capitals: ΣΤΗΛΙΣ
Transliteration A: stēlís Transliteration B: stēlis Transliteration C: stilis Beta Code: sthli/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, = στηλίον, gen. sg. στηλεῖδος IG 14.1703 (Rome) ; acc. pl. στηλῖδας Epigr.Gr. 425.7 (Phrygia) ; f.l. for στυλίδα, Str. 3.5.5, 6.1.5. a kind of number, = δοκίς (plank), Iamb. in Nic. p. 95P.

German (Pape)

[Seite 941] ίδος, ἡ, dim. von στήλη; besonders eine Stange am Schiffshintertheile, Poll. 1, 90, Bekker στυλίς.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίς: -ίδος, ἡ· αἰτιατ. πληθ. στηλῖδας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 425. 7· - ὑποκορ. τοῦ στήλη, Στράβ. 171· ὄνομα πύργου μικροῦ παρὰ τὸ Ρήγιον, ὁ αὐτ. 257 (ἑτέρα γραφὴ στυλίς), κτλ. ΙΙ. = στυλὶς ΙΙ, Πολυδ. Α΄, 90 (ἔνθα ὅμων νῦν στυλίς).

Greek Monolingual

-ῖδος, ἡ, Α
βλ. στηλίδα.

Greek Monotonic

στηλίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του στήλη, σε Στράβ.

Middle Liddell

στηλίς, ίδος, ἡ, [Dim. of στήλη, Strab.]